Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mùtuo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmutuo]

το δάνειο

mùtuo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmutuo]

1 ανταποδοτικός
2 αμφοτεροβαρής
3 αμοιβαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mutuato mylar  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mutuo [αρσ.] sulla casa = το στεγαστικό δάνειο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mutualmente (επίρ.)
mutuante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutuare (ρ. μτβ.)
mutuatario (αρσ. επίθ και ουσ)
mutuato (ουσ αρσ )
mutuo (ουσ αρσ )
mutuo (επίθ.)
mylar (ουσ αρσ )
nababbo (ουσ αρσ )
nacchera (θηλ.ουσ)
nadir (ουσ αρσ )
nadirale (επίθ.)
nafta (θηλ.ουσ)
naftalina (θηλ.ουσ)
naftene (ουσ αρσ )
naftilammina (θηλ.ουσ)
naftile (ουσ αρσ )
naftolo (ουσ αρσ )
naia (θηλ.ουσ)
naiade (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---