Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


naftìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nafˈtile]

Ναφθίλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  naftilammina naftolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nadirale (επίθ.)
nafta (θηλ.ουσ)
naftalina (θηλ.ουσ)
naftene (ουσ αρσ )
naftilammina (θηλ.ουσ)
naftile (ουσ αρσ )
naftolo (ουσ αρσ )
naia (θηλ.ουσ)
naiade (θηλ.ουσ)
naif (αρσ. επίθ και ουσ)
nailon (ουσ αρσ )
nanchino (ουσ αρσ )
nandù (ουσ αρσ )
nanismo (ουσ αρσ )
nanna (θηλ.ουσ)
nannufaro (ουσ αρσ )
nano (ουσ αρσ )
nano (επίθ.)
nanoide (επίθ.)
nanosecondo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---