Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnannùfaro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [nanˈnufaro] νούφαρο Nuphar luteum (χρησιμοποίησε καλύτερα το nenufaro) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |