Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nàilon  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnajlon]

Νάιλον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  naif nanchino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

naftile (ουσ αρσ )
naftolo (ουσ αρσ )
naia (θηλ.ουσ)
naiade (θηλ.ουσ)
naif (αρσ. επίθ και ουσ)
nailon (ουσ αρσ )
nanchino (ουσ αρσ )
nandù (ουσ αρσ )
nanismo (ουσ αρσ )
nanna (θηλ.ουσ)
nannufaro (ουσ αρσ )
nano (ουσ αρσ )
nano (επίθ.)
nanoide (επίθ.)
nanosecondo (ουσ αρσ )
napalm (ουσ αρσ )
napea (θηλ.ουσ)
napello (ουσ αρσ )
napoleone (ουσ αρσ )
napoleonico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---