Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnano] ο νάνος nàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈnano] 1 κοντός σαν νάνος 2 που έχει διαστάσεις μικρές (για ζώα και φυτά) 3 σπιθαμιαίος 4 νανώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |