Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnàcchera
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈnakkera] 1 σεντέφι 2 ύλη παραγωγής μαργαριταριού 3 μάργαρος 4 καστανιέτα 5 μαργαριταρόριζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |