Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mutuatàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [mutuaˈtarjo]

Δανειζόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mutuare mutuato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mutualistico (επίθ.)
mutualità (θηλ.ουσ)
mutualmente (επίρ.)
mutuante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutuare (ρ. μτβ.)
mutuatario (αρσ. επίθ και ουσ)
mutuato (ουσ αρσ )
mutuo (ουσ αρσ )
mutuo (επίθ.)
mylar (ουσ αρσ )
nababbo (ουσ αρσ )
nacchera (θηλ.ουσ)
nadir (ουσ αρσ )
nadirale (επίθ.)
nafta (θηλ.ουσ)
naftalina (θηλ.ουσ)
naftene (ουσ αρσ )
naftilammina (θηλ.ουσ)
naftile (ουσ αρσ )
naftolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---