ItalianoGreco


mutévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [muˈtevole]

1 παραλλασσόμενος
2 ασταθής
3 μεταλλάξιμος
4 αβέβαιος
5 μεταβλητός
6 ποικίλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---