Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mutevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mutevoˈlettsa]

1 μεταλλακτικότητα
2 αστάθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mutevole mutevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mutare (ρ. μτβ.)
mutasi (θηλ.ουσ)
mutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mutazione (θηλ.ουσ)
mutevole (επίθ.)
mutevolezza (θηλ.ουσ)
mutevolmente (επίρ.)
mutilare (ρ. μτβ.)
mutilato (ουσ αρσ )
mutilato (επίθ.)
mutilazione (θηλ.ουσ)
mutilo (επίθ.)
mutismo (ουσ αρσ )
muto (ουσ αρσ )
muto (επίθ.)
mutria (θηλ.ουσ)
mutua (θηλ.ουσ)
mutualismo (ουσ αρσ )
mutualistico (επίθ.)
mutualità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---