Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mutatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [mutaˈtore]

ανορθωτής ατμών υδραργύρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mutasi mutazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mutandine (θηλ. ουσ πληθ.)
mutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutare (ρ.αμτβ.)
mutare (ρ. μτβ.)
mutasi (θηλ.ουσ)
mutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mutazione (θηλ.ουσ)
mutevole (επίθ.)
mutevolezza (θηλ.ουσ)
mutevolmente (επίρ.)
mutilare (ρ. μτβ.)
mutilato (ουσ αρσ )
mutilato (επίθ.)
mutilazione (θηλ.ουσ)
mutilo (επίθ.)
mutismo (ουσ αρσ )
muto (ουσ αρσ )
muto (επίθ.)
mutria (θηλ.ουσ)
mutua (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---