Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmutandìne
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [mutanˈdine] 1 κιλοτάκι 2 κιλότα 3 κοντά σώβρακα 4 σορτς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |