Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmutaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mutaˈmento] 1 απόκλιση 2 παραλλαγή 3 μετασχηματισμός 4 μεταμόρφωση 5 διακύμανση 6 ποικιλία 7 ποικιλομορφία 8 μετατροπή 9 αλλαγή 10 εξαλλαγή 11 μεταβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |