Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mutàbile  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈtabile]

1 ασταθής
2 άστατος
3 μεταβλητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muta mutabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mustacchi (ουσ αρσ πληθ.)
mustela (θηλ.ουσ)
musulmano (ουσ αρσ )
musulmano (επίθ.)
muta (θηλ.ουσ)
mutabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mutabilità (θηλ.ουσ)
mutageno (επίθ.)
mutamento (ουσ αρσ )
mutande (θηλ. ουσ πληθ.)
mutandine (θηλ. ουσ πληθ.)
mutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutare (ρ.αμτβ.)
mutare (ρ. μτβ.)
mutasi (θηλ.ουσ)
mutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mutazione (θηλ.ουσ)
mutevole (επίθ.)
mutevolezza (θηλ.ουσ)
mutevolmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---