Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mùta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmuta]

1 (di cani) η αγέλη
2 (cambio di pelle) η αλλαγή δέρματος
3 (da subacqueo) η φόρμα για τις υποβρύχιες καταδύσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  musulmano mutabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


muta [θηλ.] subacquea = η στολή κατάδυσης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mussulmano (επίθ.)
mustacchi (ουσ αρσ πληθ.)
mustela (θηλ.ουσ)
musulmano (ουσ αρσ )
musulmano (επίθ.)
muta (θηλ.ουσ)
mutabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mutabilità (θηλ.ουσ)
mutageno (επίθ.)
mutamento (ουσ αρσ )
mutande (θηλ. ουσ πληθ.)
mutandine (θηλ. ουσ πληθ.)
mutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutare (ρ.αμτβ.)
mutare (ρ. μτβ.)
mutasi (θηλ.ουσ)
mutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mutazione (θηλ.ουσ)
mutevole (επίθ.)
mutevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---