Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmussulmàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mussulˈmano] ο μουσουλμάνος (-α), ο τζαμίδης mussulmàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [mussulˈmano] μουσουλμανικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |