ItalianoGreco


musóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈzone]

1 αναποδιασμένος
2 στριμμένος άνθρωπος
3 στραβόξυλο
4 αναποδιάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---