Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mùso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmuzo]

1 η μούρη, το ρύγχος
2 (di animale) η μουσούδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  musivo musone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare il muso = κατεβάζω τα μούτρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

musicologo (ουσ αρσ )
musicomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
musicomania (θηλ.ουσ)
musicoterapia (θηλ.ουσ)
musivo (επίθ.)
muso (ουσ αρσ )
musone (αρσ. επίθ και ουσ)
musoneria (θηλ.ουσ)
mussare (ρ.αμτβ.)
mussola (θηλ.ουσ)
mussolina (θηλ.ουσ)
mussulmano (ουσ αρσ )
mussulmano (επίθ.)
mustacchi (ουσ αρσ πληθ.)
mustela (θηλ.ουσ)
musulmano (ουσ αρσ )
musulmano (επίθ.)
muta (θηλ.ουσ)
mutabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mutabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---