Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


musonerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [muzoneˈria]

1 κατσουφιά
2 μούτρωμα
3 συνοφρύωση
4 κατήφεια
5 σκουντούφλιασμα
6 κατσούφιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  musone mussare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

musicomania (θηλ.ουσ)
musicoterapia (θηλ.ουσ)
musivo (επίθ.)
muso (ουσ αρσ )
musone (αρσ. επίθ και ουσ)
musoneria (θηλ.ουσ)
mussare (ρ.αμτβ.)
mussola (θηλ.ουσ)
mussolina (θηλ.ουσ)
mussulmano (ουσ αρσ )
mussulmano (επίθ.)
mustacchi (ουσ αρσ πληθ.)
mustela (θηλ.ουσ)
musulmano (ουσ αρσ )
musulmano (επίθ.)
muta (θηλ.ουσ)
mutabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mutabilità (θηλ.ουσ)
mutageno (επίθ.)
mutamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---