ItalianoGreco


musonerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [muzoneˈria]

1 κατσουφιά
2 μούτρωμα
3 συνοφρύωση
4 κατήφεια
5 σκουντούφλιασμα
6 κατσούφιασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---