mutilàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [mutiˈlato]
1 ανάπηρος άνθρωπος
2 σακάτης
mutilàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [mutiˈlato]
1 ακρωτηριασμένος
2 ανάπηρος
3 κουτσουρεμένος
4 κολοβός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [mutiˈlato]
1 ανάπηρος άνθρωπος
2 σακάτης
mutilàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [mutiˈlato]
1 ακρωτηριασμένος
2 ανάπηρος
3 κουτσουρεμένος
4 κολοβός
permalink
mutilato (ουσ αρσ )
mutilato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android