Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mutilàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mutiˈlato]

1 ανάπηρος άνθρωπος
2 σακάτης

mutilàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mutiˈlato]

1 ακρωτηριασμένος
2 ανάπηρος
3 κουτσουρεμένος
4 κολοβός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mutilare mutilazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mutazione (θηλ.ουσ)
mutevole (επίθ.)
mutevolezza (θηλ.ουσ)
mutevolmente (επίρ.)
mutilare (ρ. μτβ.)
mutilato (ουσ αρσ )
mutilato (επίθ.)
mutilazione (θηλ.ουσ)
mutilo (επίθ.)
mutismo (ουσ αρσ )
muto (ουσ αρσ )
muto (επίθ.)
mutria (θηλ.ουσ)
mutua (θηλ.ουσ)
mutualismo (ουσ αρσ )
mutualistico (επίθ.)
mutualità (θηλ.ουσ)
mutualmente (επίρ.)
mutuante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutuare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---