Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmuto] 1 βουβός κινηματογράφος 2 μουγκός άνθρωπος mùto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈmuto] μουγκός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |