Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmuto]

1 βουβός κινηματογράφος
2 μουγκός άνθρωπος

mùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmuto]

μουγκός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mutismo mutria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mutilato (ουσ αρσ )
mutilato (επίθ.)
mutilazione (θηλ.ουσ)
mutilo (επίθ.)
mutismo (ουσ αρσ )
muto (ουσ αρσ )
muto (επίθ.)
mutria (θηλ.ουσ)
mutua (θηλ.ουσ)
mutualismo (ουσ αρσ )
mutualistico (επίθ.)
mutualità (θηλ.ουσ)
mutualmente (επίρ.)
mutuante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mutuare (ρ. μτβ.)
mutuatario (αρσ. επίθ και ουσ)
mutuato (ουσ αρσ )
mutuo (ουσ αρσ )
mutuo (επίθ.)
mylar (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---