Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmutilazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mutilatˈtsjone] 1 κουτσούρεμα 2 κολόβωμα 3 ακρωτηριασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |