Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immòbile (επίθ.) immondezzàio (ουσ αρσ )
immobiliàre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) immondìzia (θηλ.ουσ)
immobilìsmo (ουσ αρσ ) immóndo (επίθ.)
immobilìstico (επίθ.) immoràle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immobilità (θηλ.ουσ) immoralìsmo (ουσ αρσ )
immobilitàre (ρ. μτβ.) immoralità (θηλ.ουσ)
immobilitarsi (ρ.μ. (αντων.)) immorbidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
immobilizzàre (ρ. μτβ.) immorsàre (ρ. μτβ.)
immobilizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) immorsatùra (θηλ.ουσ)
immobilizzàto (επίθ.) immortalàre (ρ. μτβ.)
immobilizzazióne (θηλ.ουσ) immortalarsi (ρ.μ. (αντων.))
immobilìzzo (ουσ αρσ ) immortàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
immoderataménte (επίρ.) immortalità (θηλ.ουσ)
immoderatézza (θηλ.ουσ) immotivàto (επίθ.)
immoderàto (επίθ.) immòto (επίθ.)
immodèstia (θηλ.ουσ) immucidìre (ρ.αμτβ.)
immodèsto (επίθ.) immùne (επίθ.)
immolàre (ρ. μτβ.) immunità (θηλ.ουσ)
immolarsi (ρ.μ. (αντων.)) immunitàrio (επίθ.)
immolatóre (ουσ αρσ ) immunizzànte (επίθ.)
immolazióne (θηλ.ουσ) immunizzàre (ρ. μτβ.)
immollaménto (ουσ αρσ ) immunizzazióne (θηλ.ουσ)
immollàre (ρ. μτβ.) immunologìa (θηλ.ουσ)
immollarsi (ρ.μ. (αντων.)) immunològico (επίθ.)
immondézza (θηλ.ουσ) immunòlogo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: