Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

devastazióne (θηλ.ουσ) devoniàno (αρσ. επίθ και ουσ)
deverbàle (επίθ.) devònico (επίθ.)
deverbatìvo (επίθ.) devotìssimo (επίθ.)
devetrificàre (ρ. μτβ.) devòto (ουσ αρσ )
devetrificazióne (θηλ.ουσ) devòto (επίθ.)
deviaménto (ουσ αρσ ) devozióne (θηλ.ουσ)
deviànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) devulcanizzàre (ρ. μτβ.)
deviànza (θηλ.ουσ) devulcanizzazióne (θηλ.ουσ)
deviàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) (ουσ αρσ )
deviàto (αρσ. επίθ και ουσ) di (θηλ.ουσ)
deviatóio (ουσ αρσ ) di (πρόθ.)
deviatóre (ουσ αρσ ) diabàse (ουσ αρσ )
deviazióne (θηλ.ουσ) diabète (ουσ αρσ )
deviazionìsmo (ουσ αρσ ) diabètico (αρσ. επίθ και ουσ)
deviazionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) diabòlico (επίθ.)
devisceràre (ρ. μτβ.) diàclasi (θηλ.ουσ)
devitalizzàre (ρ. μτβ.) diaconàle, diaconàle (επίθ.)
devitalizzazióne (θηλ.ουσ) diaconàto, diaconàto (ουσ αρσ )
devitaminizzàre (ρ. μτβ.) diaconéssa, diaconéssa (θηλ.ουσ)
devitaminizzazióne (θηλ.ουσ) diaconìa, diaconìa (θηλ.ουσ)
devoltàre (ρ. μτβ.) diàcono, diàcono (ουσ αρσ )
devolutìvo (επίθ.) diacrìtico (αρσ. επίθ και ουσ)
devolùto (επίθ.) diacronìa (θηλ.ουσ)
devoluzióne (θηλ.ουσ) diacrònico (επίθ.)
devòlvere (ρ. μτβ.) dìade (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: