Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggranchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) aggressività (θηλ.ουσ)
aggranchirsi (ρ.μ. (αντων.)) aggressìvo (επίθ.)
aggranchìto (επίθ.) aggressóre (αρσ. επίθ και ουσ)
aggrandìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) aggrinzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranfiàre (ρ. μτβ.) aggrinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggrappàre (ρ. μτβ.) aggrinzìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrappàrsi (ρ. μ. αμτβ.) aggrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggravaménto (ουσ αρσ ) aggrondàre (ρ. μτβ.)
aggravànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) aggrondàto (επίθ.)
aggravàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) aggrottàre (ρ. μτβ.)
aggravàrsi (ρ. μ. αμτβ.) aggrottàto (επίθ.)
aggravàto (επίθ.) aggrovigliaménto (ουσ αρσ )
aggravazióne (θηλ.ουσ) aggrovigliàre (ρ. μτβ.)
aggràvio (ουσ αρσ ) aggrovigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggraziàre (ρ. μτβ.) aggrovigliàto (επίθ.)
aggraziarsi (ρ.μ. (αντων.)) aggrumàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggraziàto (επίθ.) aggrumàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggredìre (ρ. μτβ.) aggruppaménto (ουσ αρσ )
aggregaménto (ουσ αρσ ) aggruppàre (ρ. μτβ.)
aggregàre (ρ. μτβ.) aggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
aggregàrsi (ρ. μ. αμτβ.) agguagliàre (ρ. μτβ.)
aggregàto (ουσ αρσ ) agguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggregàto (επίθ.) agguàglio (ουσ αρσ )
aggregazióne (θηλ.ουσ) agguantàre (ρ. μτβ.)
aggressióne (θηλ.ουσ) agguàto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: