Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agguantàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aggwanˈtare]

1 πιάνω
2 συλλαμβάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agguaglio agguato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggruppare (ρ. μτβ.)
aggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
agguagliare (ρ. μτβ.)
agguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
agguaglio (ουσ αρσ )
agguantare (ρ. μτβ.)
agguato (ουσ αρσ )
agguerrimento (ουσ αρσ )
agguerrire (ρ. μτβ.)
agguerrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
agguerrito (επίθ.)
aghiforme (επίθ.)
agiatamente (επίρ.)
agiatezza (θηλ.ουσ)
agiato (επίθ.)
agibile (επίθ.)
agibilità (θηλ.ουσ)
agile (επίθ.)
agilità (θηλ.ουσ)
agilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---