Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agguagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aggwaʎˈʎare]

1 ομαλοποιώ
2 ομαλύνω
3 φτάνω (πχ σε ομορφιά)
4 ομαλίζω
5 ισιάζω
6 ισοσταθμίζω
7 ισορροπώ
8 ισιώνω
9 εξισώνω

agguagliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [aggwaʎˈʎarsi]

συγκρίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggrupparsi agguaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggrumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrumarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggruppamento (ουσ αρσ )
aggruppare (ρ. μτβ.)
aggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
agguagliare (ρ. μτβ.)
agguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
agguaglio (ουσ αρσ )
agguantare (ρ. μτβ.)
agguato (ουσ αρσ )
agguerrimento (ουσ αρσ )
agguerrire (ρ. μτβ.)
agguerrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
agguerrito (επίθ.)
aghiforme (επίθ.)
agiatamente (επίρ.)
agiatezza (θηλ.ουσ)
agiato (επίθ.)
agibile (επίθ.)
agibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---