Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggrumàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggruˈmare]

1 πήζω
2 θρομβούμαι

aggrumàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggruˈmarsi]

1 πήζω
2 θρομβούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggrovigliato aggruppamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggrottato (επίθ.)
aggrovigliamento (ουσ αρσ )
aggrovigliare (ρ. μτβ.)
aggrovigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggrovigliato (επίθ.)
aggrumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrumarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggruppamento (ουσ αρσ )
aggruppare (ρ. μτβ.)
aggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
agguagliare (ρ. μτβ.)
agguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
agguaglio (ουσ αρσ )
agguantare (ρ. μτβ.)
agguato (ουσ αρσ )
agguerrimento (ουσ αρσ )
agguerrire (ρ. μτβ.)
agguerrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
agguerrito (επίθ.)
aghiforme (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---