Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggruppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aggrupˈpare]

ομαδοποιώ

aggrupparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [aggrupˈparsi]

ομαδοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggruppamento agguagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggrovigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggrovigliato (επίθ.)
aggrumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrumarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggruppamento (ουσ αρσ )
aggruppare (ρ. μτβ.)
aggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
agguagliare (ρ. μτβ.)
agguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
agguaglio (ουσ αρσ )
agguantare (ρ. μτβ.)
agguato (ουσ αρσ )
agguerrimento (ουσ αρσ )
agguerrire (ρ. μτβ.)
agguerrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
agguerrito (επίθ.)
aghiforme (επίθ.)
agiatamente (επίρ.)
agiatezza (θηλ.ουσ)
agiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---