Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈʤato]

1 ευκατάστατος
2 καλοστεκούμενος (οικονομικά)
3 εύπορος
4 πιασμένος οικονομικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agiatezza agibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agguerrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
agguerrito (επίθ.)
aghiforme (επίθ.)
agiatamente (επίρ.)
agiatezza (θηλ.ουσ)
agiato (επίθ.)
agibile (επίθ.)
agibilità (θηλ.ουσ)
agile (επίθ.)
agilità (θηλ.ουσ)
agilmente (επίρ.)
agio (ουσ αρσ )
agiografia (θηλ.ουσ)
agiografico (επίθ.)
agiografo (ουσ αρσ )
agire (ρ.αμτβ.)
agitabile (επίθ.)
agitare (ρ. μτβ.)
agitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agitato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---