Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agitàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aʤiˈtato]

παράφρων

agitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aʤiˈtato]

(preoccupato) ανήσυχος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agitarsi agitatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agiografo (ουσ αρσ )
agire (ρ.αμτβ.)
agitabile (επίθ.)
agitare (ρ. μτβ.)
agitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agitato (ουσ αρσ )
agitato (επίθ.)
agitatore (ουσ αρσ )
agitazione (θηλ.ουσ)
Agit–prop (ουσ αρσ )
agliaceo (επίθ.)
agliaio (ουσ αρσ )
aglio (ουσ αρσ )
agnatizio (επίθ.)
agnato (ουσ αρσ )
agnazione (θηλ.ουσ)
agnellino (ουσ αρσ )
agnello (ουσ αρσ )
agnellone (ουσ αρσ )
agnizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---