Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈaʎʎo]

το σκόρδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agliaio agnatizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agitatore (ουσ αρσ )
agitazione (θηλ.ουσ)
Agit–prop (ουσ αρσ )
agliaceo (επίθ.)
agliaio (ουσ αρσ )
aglio (ουσ αρσ )
agnatizio (επίθ.)
agnato (ουσ αρσ )
agnazione (θηλ.ουσ)
agnellino (ουσ αρσ )
agnello (ουσ αρσ )
agnellone (ουσ αρσ )
agnizione (θηλ.ουσ)
agnosticismo (ουσ αρσ )
agnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
ago (ουσ αρσ )
agognare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
agone (ουσ αρσ )
agonia (θηλ.ουσ)
agonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---