Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agognàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [agoɲˈɲare]

1 ακριβοκοιτάζω
2 ακριβοθωρώ
3 λαχταρίζω
4 λιμπίζομαι
5 λιγουρεύομαι
6 ποθώ
7 λαχταρώ
8 ορέγομαι
9 επιθυμώ
10 εποφθαλμιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ago agone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agnellone (ουσ αρσ )
agnizione (θηλ.ουσ)
agnosticismo (ουσ αρσ )
agnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
ago (ουσ αρσ )
agognare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
agone (ουσ αρσ )
agonia (θηλ.ουσ)
agonico (επίθ.)
agonismo (ουσ αρσ )
agonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
agonistica (θηλ.ουσ)
agonistico (αρσ. επίθ και ουσ)
agonizzante (ουσ αρσ )
agonizzante (επίθ.)
agonizzare (ρ.αμτβ.)
agopuntore (αρσ. επίθ και ουσ)
agopuntura (θηλ.ουσ)
agora (θηλ.ουσ)
agorafobia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---