Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagonizzànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [agonidˈdzante] 1 άτομο που αγωνιά 2 πρόσωπο που πεθαίνει 3 άτομο που χαροπαλεύει agonizzànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [agonidˈdzante] 1 που αγωνιά 2 που χαροπαλεύει permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere agonizzante = πνέω τα λοίσθια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |