Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agonìstico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [agoˈnistiko]

1 μαχητικός
2 αθλητικός
3 αγωνιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agonistica agonizzante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agonia (θηλ.ουσ)
agonico (επίθ.)
agonismo (ουσ αρσ )
agonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
agonistica (θηλ.ουσ)
agonistico (αρσ. επίθ και ουσ)
agonizzante (ουσ αρσ )
agonizzante (επίθ.)
agonizzare (ρ.αμτβ.)
agopuntore (αρσ. επίθ και ουσ)
agopuntura (θηλ.ουσ)
agora (θηλ.ουσ)
agorafobia (θηλ.ουσ)
agorafobico (αρσ. επίθ και ουσ)
agorafobo (ουσ αρσ )
agorafobo (επίθ.)
agoraio (ουσ αρσ )
agostano (επίθ.)
agosto (ουσ αρσ )
agosto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---