Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agopuntóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [agopunˈtore]

βελονοθεραπευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agonizzare agopuntura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agonistica (θηλ.ουσ)
agonistico (αρσ. επίθ και ουσ)
agonizzante (ουσ αρσ )
agonizzante (επίθ.)
agonizzare (ρ.αμτβ.)
agopuntore (αρσ. επίθ και ουσ)
agopuntura (θηλ.ουσ)
agora (θηλ.ουσ)
agorafobia (θηλ.ουσ)
agorafobico (αρσ. επίθ και ουσ)
agorafobo (ουσ αρσ )
agorafobo (επίθ.)
agoraio (ουσ αρσ )
agostano (επίθ.)
agosto (ουσ αρσ )
agosto (επίθ.)
agraria (θηλ.ουσ)
agrario (ουσ αρσ )
agrario (επίθ.)
agreste (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---