Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagnellóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aɲɲelˈlone] 1 κρέας αρνίσιο 2 αμνός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |