Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agnellóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aɲɲelˈlone]

1 κρέας αρνίσιο
2 αμνός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agnello agnizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agnatizio (επίθ.)
agnato (ουσ αρσ )
agnazione (θηλ.ουσ)
agnellino (ουσ αρσ )
agnello (ουσ αρσ )
agnellone (ουσ αρσ )
agnizione (θηλ.ουσ)
agnosticismo (ουσ αρσ )
agnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
ago (ουσ αρσ )
agognare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
agone (ουσ αρσ )
agonia (θηλ.ουσ)
agonico (επίθ.)
agonismo (ουσ αρσ )
agonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
agonistica (θηλ.ουσ)
agonistico (αρσ. επίθ και ουσ)
agonizzante (ουσ αρσ )
agonizzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---