Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagitatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aʤitaˈtore] 1 αγκιτάτορας 2 ταραχοποιός 3 ταραξίας 4 υποκινητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |