ItalianoGreco


agitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aʤitatˈtsjone]

1 σάλος
2 δυσφορία
3 πόνοι της γέννας
4 διασάλευση
5 ωδίνες του τοκετού
6 αδημονία
7 ταραχή
8 αναβρασμός
9 ανησυχία
10 αναταραχή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mettere in agitazione = σηκώνω στο πόδι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---