Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aʤitatˈtsjone]

1 σάλος
2 δυσφορία
3 πόνοι της γέννας
4 διασάλευση
5 ωδίνες του τοκετού
6 αδημονία
7 ταραχή
8 αναβρασμός
9 ανησυχία
10 αναταραχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agitatore Agit–prop  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mettere in agitazione = σηκώνω στο πόδι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agitare (ρ. μτβ.)
agitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agitato (ουσ αρσ )
agitato (επίθ.)
agitatore (ουσ αρσ )
agitazione (θηλ.ουσ)
Agit–prop (ουσ αρσ )
agliaceo (επίθ.)
agliaio (ουσ αρσ )
aglio (ουσ αρσ )
agnatizio (επίθ.)
agnato (ουσ αρσ )
agnazione (θηλ.ουσ)
agnellino (ουσ αρσ )
agnello (ουσ αρσ )
agnellone (ουσ αρσ )
agnizione (θηλ.ουσ)
agnosticismo (ουσ αρσ )
agnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
ago (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---