Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagibilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aʤibiliˈta] 1 λειτουργικότητα 2 δυνατότητα 3 επιτευξιμότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |