Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàgio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈagʒo] η άνεση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmettere qualcuno a proprio agio = τοποθετώ κανέναν αναπαυτικά || sentirsi a proprio agio = αισθάνομαι άνετα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |