Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈagʒo]

η άνεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agilmente agiografia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mettere qualcuno a proprio agio = τοποθετώ κανέναν αναπαυτικά || sentirsi a proprio agio = αισθάνομαι άνετα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agibile (επίθ.)
agibilità (θηλ.ουσ)
agile (επίθ.)
agilità (θηλ.ουσ)
agilmente (επίρ.)
agio (ουσ αρσ )
agiografia (θηλ.ουσ)
agiografico (επίθ.)
agiografo (ουσ αρσ )
agire (ρ.αμτβ.)
agitabile (επίθ.)
agitare (ρ. μτβ.)
agitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agitato (ουσ αρσ )
agitato (επίθ.)
agitatore (ουσ αρσ )
agitazione (θηλ.ουσ)
Agit–prop (ουσ αρσ )
agliaceo (επίθ.)
agliaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---