Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agguerrìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aggwerˈrire]

1 ψήνω (δίνω εμπειρίες)
2 δυναμώνω κάποιον
3 εκπαιδεύω
4 σκληραγωγώ

agguerrìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggwerˈrirsi]

1 σκληραίνω
2 σφυρηλατούμαι
3 εκπαιδεύομαι
4 σκληραγωγούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agguerrimento agguerrito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
agguaglio (ουσ αρσ )
agguantare (ρ. μτβ.)
agguato (ουσ αρσ )
agguerrimento (ουσ αρσ )
agguerrire (ρ. μτβ.)
agguerrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
agguerrito (επίθ.)
aghiforme (επίθ.)
agiatamente (επίρ.)
agiatezza (θηλ.ουσ)
agiato (επίθ.)
agibile (επίθ.)
agibilità (θηλ.ουσ)
agile (επίθ.)
agilità (θηλ.ουσ)
agilmente (επίρ.)
agio (ουσ αρσ )
agiografia (θηλ.ουσ)
agiografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---