Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagguerrìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aggwerˈrito] 1 σκληραγωγημένος 2 εκπαιδευμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |