Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggrottàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aggrotˈtato]

1 κατσιασμένος
2 σταφιδιασμένος
3 συρρικνωμένος
4 ζαρομπασμένος
5 τσαλακωμένος
6 ζαρωμένος
7 ρυτιδωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggrottare aggrovigliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggrondare (ρ. μτβ.)
aggrondato (επίθ.)
aggrottare (ρ. μτβ.)
aggrottato (επίθ.)
aggrovigliamento (ουσ αρσ )
aggrovigliare (ρ. μτβ.)
aggrovigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggrovigliato (επίθ.)
aggrumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrumarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggruppamento (ουσ αρσ )
aggruppare (ρ. μτβ.)
aggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
agguagliare (ρ. μτβ.)
agguagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
agguaglio (ουσ αρσ )
agguantare (ρ. μτβ.)
agguato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---