aggrinzìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [aggrinˈtsire]
1 τσαλακώνω
2 σουφρώνω
3 ρυτιδώνω
4 σταφιδιάζω
5 κατσιάζω
6 ζαρώνω
aggrinzirsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [aggrinˈtsirsi]
1 κατσιάζω
2 σουφρώνω
3 σταφιδιάζω
4 ζαρώνομαι
5 ρυτιδώνω
6 τσαλακώνομαι
7 ρυτιδώνομαι
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [aggrinˈtsire]
1 τσαλακώνω
2 σουφρώνω
3 ρυτιδώνω
4 σταφιδιάζω
5 κατσιάζω
6 ζαρώνω
aggrinzirsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [aggrinˈtsirsi]
1 κατσιάζω
2 σουφρώνω
3 σταφιδιάζω
4 ζαρώνομαι
5 ρυτιδώνω
6 τσαλακώνομαι
7 ρυτιδώνομαι
permalink
aggrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android