Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggressìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aggresˈsivo]

επιθετικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggressività aggressore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggregato (ουσ αρσ )
aggregato (επίθ.)
aggregazione (θηλ.ουσ)
aggressione (θηλ.ουσ)
aggressività (θηλ.ουσ)
aggressivo (επίθ.)
aggressore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggrinzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggrondare (ρ. μτβ.)
aggrondato (επίθ.)
aggrottare (ρ. μτβ.)
aggrottato (επίθ.)
aggrovigliamento (ουσ αρσ )
aggrovigliare (ρ. μτβ.)
aggrovigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggrovigliato (επίθ.)
aggrumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---