Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggregàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aggreˈgato] 1 συνονθύλευμα 2 αποσπασμένος υπάλληλος 3 ολικό άθροισμα 4 πάρεδρο μέλος 5 εταίρος aggregàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aggreˈgato] 1 συναθροισμένος 2 ενωμένος 3 συνεταιρισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |