Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggregazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aggregatˈtsjone] 1 συνάθροιση 2 άθροισμα 3 σύνολο 4 συσσώρευση 5 συνένωση 6 ένωση 7 συνεταιρισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |