Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggregàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aggreˈgare]

1 συγκομίζω
2 μαζεύω
3 συσσωρεύω
4 συνάζω
5 συναθροίζω
6 στρατολογώ
7 συγκεντρώνω
8 ενώνω

aggregàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggreˈgarsi]

1 συνεταιρίζομαι
2 συνδέομαι
3 συναναστρέφομαι
4 συναθροίζομαι
5 συρρέω
6 συνέρχομαι
7 συγκεντρώνομαι
8 σχετίζομαι
9 γίνομαι μέλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggregamento aggregato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggraziare (ρ. μτβ.)
aggraziarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggraziato (επίθ.)
aggredire (ρ. μτβ.)
aggregamento (ουσ αρσ )
aggregare (ρ. μτβ.)
aggregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggregato (ουσ αρσ )
aggregato (επίθ.)
aggregazione (θηλ.ουσ)
aggressione (θηλ.ουσ)
aggressività (θηλ.ουσ)
aggressivo (επίθ.)
aggressore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggrinzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggrondare (ρ. μτβ.)
aggrondato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---