Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggraziàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [aggratˈtsjare] 1 δίνω χάρη ή κομψότητα 2 κοσμώ 3 στολίζω aggraziarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [aggratˈtsjarsi] αποκτώ την εύνοια κάποιου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |