Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggravazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aggravatˈtsjone] 1 χειροτέρευση 2 επιδείνωση 3 επιβάρυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |